- βεστιάριο
- το (Μ βεστιάριον)1. το σύνολο των ενδυμάτων, ο απαραίτητος ρουχισμός2. ιματιοθήκη, έπιπλο ή χώρος όπου φυλάσσονται ενδύματανεοελλ.1. το σύνολο των ενδυμάτων που διαθέτει ηθοποιός ή θεατρικός επιχειρηματίας2. ο χώρος του θεάτρου όπου αφήνουν οι θεατές παλτά, καπέλα, τσάντες, πριν από την παράστασημσν.1. βασιλικό ταμείο, θησαυροφυλάκιο2. κεντρική οικονομική υπηρεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vestiarium(-ii) «ιματιοθήκη, ιματισμός», ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθ. vestiarius, -a, -um «o σχετικός με τα ρούχα» < vestis(-is) «ένδυμα»].
Dictionary of Greek. 2013.